Ο μεγάλος αρχαιολογικός περίπατος της πόλης των Αθηνών.

Νικόλαος
Νικόλαος
Ο μεγάλος αρχαιολογικός περίπατος της πόλης των Αθηνών.

Αξιοθέατα

Η Αθήνα συνδεδεμένη με την αρχαία ιστορία χρειάζεται πολλές ώρες περιήγησης, υπήρχε συνοικισμός από την 3η χιλιετία π.Χ. και έως σήμερα. Θα αρχίσουμε τον περίπατο νότια ανατολικά της Ακρόπολης και μέσα από τις ιστορικές συνοικίες της Αθήνας θα κάνουμε τον γύρο του ιστορικού βράχου. Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι στους ωραιότερους πεζόδρομους της Αθήνας. Ξεκινά από την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου και εκτείνεται μέχρι και Αποστόλου Παύλου. Ένα μέσο συγκοινωνίας (15 λεπτ), Μετρό ATTIKH γραμμή Μ2 - AKΡΟΠΟΛΗ.
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός άρχισε να κτίζεται τον 6ο αιώνα π.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό, στη θέση ενός υπαίθριου ιερού. Το Ιερό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα ιερά της Αθήνας ιδρύθηκε κατά την παράδοση που διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας, από τον Δευκαλίωνα γενάρχη των Ελλήνων προς τιμή του Δία ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του μετά τον κατακλυσμό. Η ανέγερση του μεγάλου ναού άρχισε από τον Πεισίστρατο τον Νεώτερο το 515 π.Χ. στη θέση παλαιότερου ναού των αρχών του 6ου, έφθασε ως το κρηπίδωμα και διακόπηκε με την κατάλυση της τυραννίδας. Ο υστεροαρχαϊκός ναός ήταν πώρινος, δωρικού ρυθμού, κολοσσιαίων διαστάσεων. Μέρος των οικοδομικών του υλικών χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την κατασκευή του ανατολικού βραχίονα του Θεμιστόκλειου τείχους. Η οικοδόμηση του ναού συνεχίσθηκε από τον Βασιλέα της Συρίας Αντίοχο τον Δ΄ τον Επιφανή, με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο, το 175 π.Χ., στις ίδιες διαστάσεις και αναλογίες με τον αρχαϊκό αλλά από μάρμαρο, σε Κορινθιακό ρυθμό, αργότερα από τον Αύγουστο και αποπερατώθηκε τελικά από τον Φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος και τον εγκαινίασε το 131-132 μ.Χ. Ο Αδριάνειος ναός, από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, Κορινθιακού ρυθμού, είχε μήκος 110,35μ., πλ. 43,68μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακρές πλευρές και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές. Δέσποζε στο μέσο ενός μεγάλου ορθογωνίου περιβόλου με πρόπυλο στα βόρεια. Ο σηκός στέγαζε δύο υπερμεγέθη χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία και του αυτοκράτορα Αδριανού που λατρεύονταν εδώ ως σύμβωμοι, ενώ πλήθος αγαλμάτων και αναθημάτων στόλιζαν τον περίβολο. Η ερείπωση άρχισε τον 5ο αι. μ.Χ. και συνεχίσθηκε στους επόμενους αιώνες από φυσικά αίτια ή ανθρώπινες επεμβάσεις. Στην ΝΑ περιοχή του περιβόλου υπήρχε τζαμί υπαίθριου τύπου κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και επάνω στο επιστύλιο των κιόνων της ΝΑ γωνίας του ναού μεσαιωνικό κτίσμα ίσως παρατηρητήριο. Από τους 104 κίονες του ναού σώζονταν μέχρι το 1852 δεκαέξι. Ο ένας γκρεμίσθηκε από μία φοβερή καταιγίδα εκείνης της χρονιάς. Συντάκτης Θ. Κυριακού, αρχαιολόγος
731 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Tempju ta 'Olympian Zeus
731 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός άρχισε να κτίζεται τον 6ο αιώνα π.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό, στη θέση ενός υπαίθριου ιερού. Το Ιερό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα ιερά της Αθήνας ιδρύθηκε κατά την παράδοση που διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας, από τον Δευκαλίωνα γενάρχη των Ελλήνων προς τιμή του Δία ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του μετά τον κατακλυσμό. Η ανέγερση του μεγάλου ναού άρχισε από τον Πεισίστρατο τον Νεώτερο το 515 π.Χ. στη θέση παλαιότερου ναού των αρχών του 6ου, έφθασε ως το κρηπίδωμα και διακόπηκε με την κατάλυση της τυραννίδας. Ο υστεροαρχαϊκός ναός ήταν πώρινος, δωρικού ρυθμού, κολοσσιαίων διαστάσεων. Μέρος των οικοδομικών του υλικών χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την κατασκευή του ανατολικού βραχίονα του Θεμιστόκλειου τείχους. Η οικοδόμηση του ναού συνεχίσθηκε από τον Βασιλέα της Συρίας Αντίοχο τον Δ΄ τον Επιφανή, με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο, το 175 π.Χ., στις ίδιες διαστάσεις και αναλογίες με τον αρχαϊκό αλλά από μάρμαρο, σε Κορινθιακό ρυθμό, αργότερα από τον Αύγουστο και αποπερατώθηκε τελικά από τον Φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος και τον εγκαινίασε το 131-132 μ.Χ. Ο Αδριάνειος ναός, από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, Κορινθιακού ρυθμού, είχε μήκος 110,35μ., πλ. 43,68μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακρές πλευρές και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές. Δέσποζε στο μέσο ενός μεγάλου ορθογωνίου περιβόλου με πρόπυλο στα βόρεια. Ο σηκός στέγαζε δύο υπερμεγέθη χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία και του αυτοκράτορα Αδριανού που λατρεύονταν εδώ ως σύμβωμοι, ενώ πλήθος αγαλμάτων και αναθημάτων στόλιζαν τον περίβολο. Η ερείπωση άρχισε τον 5ο αι. μ.Χ. και συνεχίσθηκε στους επόμενους αιώνες από φυσικά αίτια ή ανθρώπινες επεμβάσεις. Στην ΝΑ περιοχή του περιβόλου υπήρχε τζαμί υπαίθριου τύπου κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και επάνω στο επιστύλιο των κιόνων της ΝΑ γωνίας του ναού μεσαιωνικό κτίσμα ίσως παρατηρητήριο. Από τους 104 κίονες του ναού σώζονταν μέχρι το 1852 δεκαέξι. Ο ένας γκρεμίσθηκε από μία φοβερή καταιγίδα εκείνης της χρονιάς. Συντάκτης Θ. Κυριακού, αρχαιολόγος
Ο Ναός του Κρόνου και της Ρέας ήταν αρχαίος ελληνικός ναός, αφιερωμένος στη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, επί του ποταμού Ιλισού, στην Αθήνα. Βρισκόταν νότια του Ναού του Ολυμπίου Διός, καθώς και νοτιοανατολικά του Ναού του Δελφινίου Απόλλωνος.[1][2] Ο συγκεκριμένος ναός ανεγέρθηκε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, πιο συγκεκριμένα προς το 150 μ.Χ. Συσχετιζόταν με τον γειτονικό, μεγαλύτερων διαστάσεων, ναό αφιερωμένο στη λατρεία του Δία, η ανέγερση του οποίου ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού, καθώς ο Κρόνος και η Ρέα ήσαν γονείς του Δία. Πηγή Βικιπαίδεια
Temple of Saturn and Rhea
50 Leoforos Vasilisis Amalias
Ο Ναός του Κρόνου και της Ρέας ήταν αρχαίος ελληνικός ναός, αφιερωμένος στη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, επί του ποταμού Ιλισού, στην Αθήνα. Βρισκόταν νότια του Ναού του Ολυμπίου Διός, καθώς και νοτιοανατολικά του Ναού του Δελφινίου Απόλλωνος.[1][2] Ο συγκεκριμένος ναός ανεγέρθηκε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, πιο συγκεκριμένα προς το 150 μ.Χ. Συσχετιζόταν με τον γειτονικό, μεγαλύτερων διαστάσεων, ναό αφιερωμένο στη λατρεία του Δία, η ανέγερση του οποίου ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού, καθώς ο Κρόνος και η Ρέα ήσαν γονείς του Δία. Πηγή Βικιπαίδεια
Ο Ναός του Δελφινίου Απόλλωνος, επίσης γνωστός ως Δελφίνιον, ήταν αρχαίος ελληνικός ναός, αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνος και της Δελφινίας Αρτέμιδος, επί του ποταμού Ιλισού, στην Αθήνα. Πηγή από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
Temple of Apollo Delphinium
Ο Ναός του Δελφινίου Απόλλωνος, επίσης γνωστός ως Δελφίνιον, ήταν αρχαίος ελληνικός ναός, αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνος και της Δελφινίας Αρτέμιδος, επί του ποταμού Ιλισού, στην Αθήνα. Πηγή από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
Το Μνημείο Λυσικράτους, γνωστό και ως «Φανάρι του Διογένη», είναι ένα πέτρινο κτίσμα κυλινδρικού σχήματος, το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο της αρχαιότητας. Βρίσκεται στην Αθήνα, επί της αρχαίας οδού Τριπόδων και κτίστηκε από τον Λυσικράτη το 335-334 π.Χ.[2] προκειμένου να στηρίζει και να αναδεικνύει ένα σημαντικό αντικείμενο στην κορυφή του: τον χάλκινο τρίποδα που του είχε δοθεί ως έπαθλο για τον ρόλο του ως χορηγού (χρηματοδότη) του νικητήριου θεατρικού έργου στους τελευταίους δραματικούς αγώνες. Οι χορηγοί ήταν ευκατάστατοι πολίτες που αναλάμβαναν με έξοδά τους τη συγκρότηση του χορού, δηλαδή της ομάδας ανθρώπων που συμμετείχε σε θεατρικά έργα και επίσημες τελετές. Ο χάλκινος τρίποδας ήταν το πρώτο βραβείο των θεατρικών αγώνων και απονεμόταν στον χορηγό του δραματικού έργου. Πηγή Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
21 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Monument Choragic ta 'Lysicrates
3 Epimenidou
21 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Το Μνημείο Λυσικράτους, γνωστό και ως «Φανάρι του Διογένη», είναι ένα πέτρινο κτίσμα κυλινδρικού σχήματος, το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο της αρχαιότητας. Βρίσκεται στην Αθήνα, επί της αρχαίας οδού Τριπόδων και κτίστηκε από τον Λυσικράτη το 335-334 π.Χ.[2] προκειμένου να στηρίζει και να αναδεικνύει ένα σημαντικό αντικείμενο στην κορυφή του: τον χάλκινο τρίποδα που του είχε δοθεί ως έπαθλο για τον ρόλο του ως χορηγού (χρηματοδότη) του νικητήριου θεατρικού έργου στους τελευταίους δραματικούς αγώνες. Οι χορηγοί ήταν ευκατάστατοι πολίτες που αναλάμβαναν με έξοδά τους τη συγκρότηση του χορού, δηλαδή της ομάδας ανθρώπων που συμμετείχε σε θεατρικά έργα και επίσημες τελετές. Ο χάλκινος τρίποδας ήταν το πρώτο βραβείο των θεατρικών αγώνων και απονεμόταν στον χορηγό του δραματικού έργου. Πηγή Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην Ανατολική Κλιτύ της Ακρόπολης δεσπόζει το μεγαλύτερο σπήλαιο της πόλης (διαστ. 22μ. από Δ προς Α και άνοιγμα 14μ.). Η ανεύρεση το 1980 στο χώρο ανατολικά του σπηλαίου ενεπίγραφης στήλης με χαραγμένο ψήφισμα του Αθηναϊκού δήμου του 247/6 ή 246/5 π.Χ., το οποίο τιμούσε την ιέρεια της νύμφης Αγλαύρου Τιμοκρίτη, οδήγησε τον ανασκαφέα Γ. Δοντά στην τοποθέτηση του ιερού της Αγλαύρου στη συγκεκριμένη θέση, ενώ η ως τότε έρευνα το συνέδεε με σπήλαιο της Βόρειας κλιτύος.Η ταύτιση αυτή, αν και δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, συνέβαλε στην αναθεώρηση ορισμένων απόψεων για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, ιδίως για την θέση σημαντικών ιερών και άλλων κτηρίων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηροδότου από το σημείο του σπηλαίου της Αγλαύρου εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 480 π.Χ. οι Πέρσες. Στο ιερό της κόρης του μυθικού βασιλιά Κέκροπα, η οποία έπεσε από την Ακρόπολη για να σώσει την Αθήνα από την παρατεταμένη πολιορκία, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των «ιερών και των οσίων», μιμούμενοι το παράδειγμα της Νύμφης. © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © Α' Ε.Π.Κ.Α. Άποψη Ιερού της Αγλαύρου Στην Ανατολική Κλιτύ της Ακρόπολης δεσπόζει το μεγαλύτερο σπήλαιο της πόλης (διαστ. 22μ. από Δ προς Α και άνοιγμα 14μ.). Η ανεύρεση το 1980 στο χώρο ανατολικά του σπηλαίου ενεπίγραφης στήλης με χαραγμένο ψήφισμα του Αθηναϊκού δήμου του 247/6 ή 246/5 π.Χ., το οποίο τιμούσε την ιέρεια της νύμφης Αγλαύρου Τιμοκρίτη, οδήγησε τον ανασκαφέα Γ. Δοντά στην τοποθέτηση του ιερού της Αγλαύρου στη συγκεκριμένη θέση, ενώ η ως τότε έρευνα το συνέδεε με σπήλαιο της Βόρειας κλιτύος.Η ταύτιση αυτή, αν και δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, συνέβαλε στην αναθεώρηση ορισμένων απόψεων για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, ιδίως για την θέση σημαντικών ιερών και άλλων κτηρίων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηροδότου από το σημείο του σπηλαίου της Αγλαύρου εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 480 π.Χ. οι Πέρσες. Στο ιερό της κόρης του μυθικού βασιλιά Κέκροπα, η οποία έπεσε από την Ακρόπολη για να σώσει την Αθήνα από την παρατεταμένη πολιορκία, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των «ιερών και των οσίων», μιμούμενοι το παράδειγμα της Νύμφης. Πηγή Υπουργείο Πολιτισμού.
Sanctuary of Aglaurus
4 Stratonos
Στην Ανατολική Κλιτύ της Ακρόπολης δεσπόζει το μεγαλύτερο σπήλαιο της πόλης (διαστ. 22μ. από Δ προς Α και άνοιγμα 14μ.). Η ανεύρεση το 1980 στο χώρο ανατολικά του σπηλαίου ενεπίγραφης στήλης με χαραγμένο ψήφισμα του Αθηναϊκού δήμου του 247/6 ή 246/5 π.Χ., το οποίο τιμούσε την ιέρεια της νύμφης Αγλαύρου Τιμοκρίτη, οδήγησε τον ανασκαφέα Γ. Δοντά στην τοποθέτηση του ιερού της Αγλαύρου στη συγκεκριμένη θέση, ενώ η ως τότε έρευνα το συνέδεε με σπήλαιο της Βόρειας κλιτύος.Η ταύτιση αυτή, αν και δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, συνέβαλε στην αναθεώρηση ορισμένων απόψεων για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, ιδίως για την θέση σημαντικών ιερών και άλλων κτηρίων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηροδότου από το σημείο του σπηλαίου της Αγλαύρου εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 480 π.Χ. οι Πέρσες. Στο ιερό της κόρης του μυθικού βασιλιά Κέκροπα, η οποία έπεσε από την Ακρόπολη για να σώσει την Αθήνα από την παρατεταμένη πολιορκία, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των «ιερών και των οσίων», μιμούμενοι το παράδειγμα της Νύμφης. © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © Α' Ε.Π.Κ.Α. Άποψη Ιερού της Αγλαύρου Στην Ανατολική Κλιτύ της Ακρόπολης δεσπόζει το μεγαλύτερο σπήλαιο της πόλης (διαστ. 22μ. από Δ προς Α και άνοιγμα 14μ.). Η ανεύρεση το 1980 στο χώρο ανατολικά του σπηλαίου ενεπίγραφης στήλης με χαραγμένο ψήφισμα του Αθηναϊκού δήμου του 247/6 ή 246/5 π.Χ., το οποίο τιμούσε την ιέρεια της νύμφης Αγλαύρου Τιμοκρίτη, οδήγησε τον ανασκαφέα Γ. Δοντά στην τοποθέτηση του ιερού της Αγλαύρου στη συγκεκριμένη θέση, ενώ η ως τότε έρευνα το συνέδεε με σπήλαιο της Βόρειας κλιτύος.Η ταύτιση αυτή, αν και δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, συνέβαλε στην αναθεώρηση ορισμένων απόψεων για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, ιδίως για την θέση σημαντικών ιερών και άλλων κτηρίων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηροδότου από το σημείο του σπηλαίου της Αγλαύρου εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 480 π.Χ. οι Πέρσες. Στο ιερό της κόρης του μυθικού βασιλιά Κέκροπα, η οποία έπεσε από την Ακρόπολη για να σώσει την Αθήνα από την παρατεταμένη πολιορκία, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των «ιερών και των οσίων», μιμούμενοι το παράδειγμα της Νύμφης. Πηγή Υπουργείο Πολιτισμού.
Η Νότια Κλιτύς της Ακρόπολης αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης για τους κατοίκους της Αθήνας λόγω της μορφολογίας του εδάφους της και της φυσικής προστασίας που τους παρείχε, καθώς και της ύπαρξης πηγών με πόσιμο νερό. Από τους αρχαϊκούς χρόνους και για πολλούς αιώνες, η ανέγερση στη νότια πλευρά της Ακρόπολης σημαντικών ιερών και θεατρικών οικοδομημάτων της προσέδωσαν μεγάλη θρησκευτική, πολιτιστική και πνευματική σημασία. Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Νότια Κλιτύ αποτελούν ευρήματα της νεολιθικής περιόδου (4ης χιλιετίας π.Χ.) στα δυτικά κυρίως του Ασκληπιείου και στο σπήλαιο βόρεια από το Διονυσιακό Θέατρο, ένας προϊστορικός τύμβος των Μεσοελλαδικών πιθανότατα χρόνων (1900-1600 π.Χ.) δυτικά του Ασκληπιείου επίσης, καθώς και φρέατα της Υστεροελλαδικής περιόδου (1600 - 1050 π.Χ.), βόρεια από τη Στοά του Ευμένους. Η αρχαϊκή κρήνη στο φυσικό άνδηρο όπου αργότερα ιδρύθηκε το Ασκληπιείο και ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου στο Ιερό του Διονύσου Ελευθερέως αποτελούν τα πρώτα βεβαιωμένα οικοδομήματα της αρχαϊκής περιόδου στη Νότια Κλιτύ. Σύγχρονη του ναού (β΄ μισό 6ου αι. π.Χ.) ήταν η διαμόρφωση ενός κυκλικού χώρου βόρεια του, για την τέλεση του λατρευτικού χορού προς τιμήν του θεού. Στη θέση αυτή εξελίχθηκε το Θέατρο του Διονύσου, το θέατρο όπου «διδάχθηκαν» τα έργα των μεγάλων δραματουργών της αρχαιότητας. Τον 5ο αι. π.Χ. ανεγέρθηκε μία στοά με τέσσερα δωμάτια στο δυτικότερο τμήμα του Ασκληπιείου, η οποία θεωρείται το πρωιμότερο κτίσμα του Ιερού, καθώς και το Ωδείο του Περικλέους, ανατολικά του Θεάτρου του Διονύσου. Τον 4ο αι. π.Χ. κατασκευάστηκε στο ανατολικό τμήμα του Ασκληπιείου ο ναός του Ασκληπιού με τον βωμό και η Δωρική στοά στα βόρειά τους. Γύρω στο 330 π.Χ., επί άρχοντος Λυκούργου, το Ιερό και το Θέατρο του Διονύσου, στο ανατολικό τμήμα της Νότιας Κλιτύος, γνώρισαν την πλήρη διαμόρφωσή τους. Στην περίοδο αυτή πιθανότατα ανάγονται ο Νεότερος Ναός του Διονύσου, με τον βωμό στα ανατολικά του, καθώς και η λεγόμενη Δωρική στοά στο βόρειο τμήμα του Ιερού. Την ίδια εποχή το θέατρο απέκτησε μνημειακές διαστάσεις και μορφή. Κατασκευάστηκε εξ'ολοκλήρου λίθινο και επεκτάθηκε μέχρι τη ρίζα του βράχου της Ακρόπολης, ενσωματώνοντας στο σχέδιό του τον Περίπατο, τον περιμετρικό δρόμο του λόφου. Γύρω στο 320 π.Χ. προστέθηκαν στον χώρο τα χορηγικά μνημεία του Θρασύλλου, βόρεια του θεάτρου, και το χορηγικό μνημείο του Νικία δυτικά του κοίλου του. Τον 2ο αι. π.Χ., στον χώρο δυτικά του θεάτρου, ανεγέρθηκε η Στοά του Ευμένους, η οποία δωρήθηκε στην πόλη από τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β'. Τον 2ο αι. μ.Χ. ο Ηρώδης ο Αττικός ανέγειρε, στο δυτικό άκρο του χώρου, το λαμπρό Ωδείο που φέρει το όνομά του, στη μνήμη της γυναίκας του Ρήγιλλας. Η επικράτηση του χριστιανισμού επέφερε σημαντικές αλλαγές στη Νότια Κλιτύ. Τον 5ο - 6ο αι. μ.Χ. σχεδόν ολόκληρο τον χώρο του Ασκληπιείου κατέλαβε η τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική των Αγ. Αναργύρων, η οποία ενσωμάτωσε στην κατασκευή της τον ναό του Ασκληπιού, τον βωμό καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της δωρικής και της ρωμαϊκής στοάς. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, στην ανατολική πάροδο του Διονυσιακού Θεάτρου ιδρύθηκε άλλη μία παλαιοχριστιανική βασιλική. Αρκετούς αιώνες αργότερα, τον 11ο ή 12ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε λίγο ανατολικότερα της βασιλικής, που είχε πια καταστραφεί, η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου του Αλεξανδρινού, η οποία καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Τον 13ο αι. ολόκληρος ο βράχος της Ακρόπολης περικλείστηκε από το τείχος του Ριζοκάστρου. Το τμήμα του τείχους από το Ηρώδειο μέχρι το Διονυσιακό Θέατρο, γνωστό ως προμαχώνας του Σερπεντζέ, διατηρήθηκε και κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1456-1687). Φαίνεται πως στα χρόνια αυτά κατοικήθηκε και πάλι η Νότια Κλιτύς, η οποία είχε παραμείνει έρημη κατά την Φραγκοκρατία. Το 1778 ολόκληρη η περιοχή της νότιας πλευράς προστατεύτηκε από το τείχος του Χασεκή. Τα μνημεία του χώρου είχαν πια καλυφθεί από μεγάλες επιχώσεις και μόνο ο οικισμός που είχε αναπτυχθεί κατά την Τουρκοκρατία στο νοτιοανατολικό άκρο συνέχισε να υπάρχει μέχρι και τους νεώτερους χρόνους. Την δεκαετία του 1960 απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν σταδιακά τα ακίνητα του οικισμού που εκτεινόταν μέχρι την οδό Θρασύλλου στα ανατολικά και την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στα νότια. Η ανασκαφική διερεύνηση της Νότιας Κλιτύος αποτέλεσε κυρίως έργο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, με κυριότερες περιόδους τα έτη: 1848-1858 (καθαρισμός του Ηρωδείου), τα έτη 1862-1867, σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (ανασκαφή του μεγαλύτερου μέρους του Θεάτρου και του Ιερού του Διονύσου) και τα έτη 1876-1879 (μεγάλης έκτασης έρευνα σε όλη σχεδόν την Νότια Κλιτύ, αποκάλυψη των ερειπίων του Ασκληπιείου και της Στοάς του Ευμένους). Κατάλοιπα του Ωδείου του Περικλέους αποκαλύφθηκαν το 1914-1931, ενώ, τα επόμενα χρόνια, ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες από την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έφεραν στο φως μικρότερα μνημεία του χώρου ή συνέβαλαν στην καλύτερη κατανόηση των ήδη αποκαλυφθέντων. Συντάκτης Έφη Γιαννικαπάνη, αρχαιολόγος
South Slope of the Acropolis of Athens
Dionysiou Areopagitou
Η Νότια Κλιτύς της Ακρόπολης αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης για τους κατοίκους της Αθήνας λόγω της μορφολογίας του εδάφους της και της φυσικής προστασίας που τους παρείχε, καθώς και της ύπαρξης πηγών με πόσιμο νερό. Από τους αρχαϊκούς χρόνους και για πολλούς αιώνες, η ανέγερση στη νότια πλευρά της Ακρόπολης σημαντικών ιερών και θεατρικών οικοδομημάτων της προσέδωσαν μεγάλη θρησκευτική, πολιτιστική και πνευματική σημασία. Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Νότια Κλιτύ αποτελούν ευρήματα της νεολιθικής περιόδου (4ης χιλιετίας π.Χ.) στα δυτικά κυρίως του Ασκληπιείου και στο σπήλαιο βόρεια από το Διονυσιακό Θέατρο, ένας προϊστορικός τύμβος των Μεσοελλαδικών πιθανότατα χρόνων (1900-1600 π.Χ.) δυτικά του Ασκληπιείου επίσης, καθώς και φρέατα της Υστεροελλαδικής περιόδου (1600 - 1050 π.Χ.), βόρεια από τη Στοά του Ευμένους. Η αρχαϊκή κρήνη στο φυσικό άνδηρο όπου αργότερα ιδρύθηκε το Ασκληπιείο και ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου στο Ιερό του Διονύσου Ελευθερέως αποτελούν τα πρώτα βεβαιωμένα οικοδομήματα της αρχαϊκής περιόδου στη Νότια Κλιτύ. Σύγχρονη του ναού (β΄ μισό 6ου αι. π.Χ.) ήταν η διαμόρφωση ενός κυκλικού χώρου βόρεια του, για την τέλεση του λατρευτικού χορού προς τιμήν του θεού. Στη θέση αυτή εξελίχθηκε το Θέατρο του Διονύσου, το θέατρο όπου «διδάχθηκαν» τα έργα των μεγάλων δραματουργών της αρχαιότητας. Τον 5ο αι. π.Χ. ανεγέρθηκε μία στοά με τέσσερα δωμάτια στο δυτικότερο τμήμα του Ασκληπιείου, η οποία θεωρείται το πρωιμότερο κτίσμα του Ιερού, καθώς και το Ωδείο του Περικλέους, ανατολικά του Θεάτρου του Διονύσου. Τον 4ο αι. π.Χ. κατασκευάστηκε στο ανατολικό τμήμα του Ασκληπιείου ο ναός του Ασκληπιού με τον βωμό και η Δωρική στοά στα βόρειά τους. Γύρω στο 330 π.Χ., επί άρχοντος Λυκούργου, το Ιερό και το Θέατρο του Διονύσου, στο ανατολικό τμήμα της Νότιας Κλιτύος, γνώρισαν την πλήρη διαμόρφωσή τους. Στην περίοδο αυτή πιθανότατα ανάγονται ο Νεότερος Ναός του Διονύσου, με τον βωμό στα ανατολικά του, καθώς και η λεγόμενη Δωρική στοά στο βόρειο τμήμα του Ιερού. Την ίδια εποχή το θέατρο απέκτησε μνημειακές διαστάσεις και μορφή. Κατασκευάστηκε εξ'ολοκλήρου λίθινο και επεκτάθηκε μέχρι τη ρίζα του βράχου της Ακρόπολης, ενσωματώνοντας στο σχέδιό του τον Περίπατο, τον περιμετρικό δρόμο του λόφου. Γύρω στο 320 π.Χ. προστέθηκαν στον χώρο τα χορηγικά μνημεία του Θρασύλλου, βόρεια του θεάτρου, και το χορηγικό μνημείο του Νικία δυτικά του κοίλου του. Τον 2ο αι. π.Χ., στον χώρο δυτικά του θεάτρου, ανεγέρθηκε η Στοά του Ευμένους, η οποία δωρήθηκε στην πόλη από τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β'. Τον 2ο αι. μ.Χ. ο Ηρώδης ο Αττικός ανέγειρε, στο δυτικό άκρο του χώρου, το λαμπρό Ωδείο που φέρει το όνομά του, στη μνήμη της γυναίκας του Ρήγιλλας. Η επικράτηση του χριστιανισμού επέφερε σημαντικές αλλαγές στη Νότια Κλιτύ. Τον 5ο - 6ο αι. μ.Χ. σχεδόν ολόκληρο τον χώρο του Ασκληπιείου κατέλαβε η τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική των Αγ. Αναργύρων, η οποία ενσωμάτωσε στην κατασκευή της τον ναό του Ασκληπιού, τον βωμό καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της δωρικής και της ρωμαϊκής στοάς. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, στην ανατολική πάροδο του Διονυσιακού Θεάτρου ιδρύθηκε άλλη μία παλαιοχριστιανική βασιλική. Αρκετούς αιώνες αργότερα, τον 11ο ή 12ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε λίγο ανατολικότερα της βασιλικής, που είχε πια καταστραφεί, η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου του Αλεξανδρινού, η οποία καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Τον 13ο αι. ολόκληρος ο βράχος της Ακρόπολης περικλείστηκε από το τείχος του Ριζοκάστρου. Το τμήμα του τείχους από το Ηρώδειο μέχρι το Διονυσιακό Θέατρο, γνωστό ως προμαχώνας του Σερπεντζέ, διατηρήθηκε και κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1456-1687). Φαίνεται πως στα χρόνια αυτά κατοικήθηκε και πάλι η Νότια Κλιτύς, η οποία είχε παραμείνει έρημη κατά την Φραγκοκρατία. Το 1778 ολόκληρη η περιοχή της νότιας πλευράς προστατεύτηκε από το τείχος του Χασεκή. Τα μνημεία του χώρου είχαν πια καλυφθεί από μεγάλες επιχώσεις και μόνο ο οικισμός που είχε αναπτυχθεί κατά την Τουρκοκρατία στο νοτιοανατολικό άκρο συνέχισε να υπάρχει μέχρι και τους νεώτερους χρόνους. Την δεκαετία του 1960 απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν σταδιακά τα ακίνητα του οικισμού που εκτεινόταν μέχρι την οδό Θρασύλλου στα ανατολικά και την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στα νότια. Η ανασκαφική διερεύνηση της Νότιας Κλιτύος αποτέλεσε κυρίως έργο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, με κυριότερες περιόδους τα έτη: 1848-1858 (καθαρισμός του Ηρωδείου), τα έτη 1862-1867, σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (ανασκαφή του μεγαλύτερου μέρους του Θεάτρου και του Ιερού του Διονύσου) και τα έτη 1876-1879 (μεγάλης έκτασης έρευνα σε όλη σχεδόν την Νότια Κλιτύ, αποκάλυψη των ερειπίων του Ασκληπιείου και της Στοάς του Ευμένους). Κατάλοιπα του Ωδείου του Περικλέους αποκαλύφθηκαν το 1914-1931, ενώ, τα επόμενα χρόνια, ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες από την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έφεραν στο φως μικρότερα μνημεία του χώρου ή συνέβαλαν στην καλύτερη κατανόηση των ήδη αποκαλυφθέντων. Συντάκτης Έφη Γιαννικαπάνη, αρχαιολόγος
Το Ιερό του Διονύσου Ελευθερέως, με το Θέατρο που αναπτύχθηκε στα βόρειά του, καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης και είναι το πρώτο μνημειακό σύνολο που αντικρύζει ο επισκέπτης καθώς εισέρχεται από την κεντρική είσοδο του χώρου, επί της οδού Θρασύλλου και του πεζόδρομου της Διον. Αρεοπαγίτου. Το ιερό ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ., κατά την περίοδο του τυράννου Πεισίστρατου ή των γιών του, που εισήγαγαν στην Αθήνα την λατρεία του Διονύσου από τις Ελευθερές της Βοιωτίας. Σ' αυτό γιορτάζονταν κάθε χρόνο τον μήνα Ελαφηβολιώνα, στα τέλη δηλαδή Μαρτίου με αρχές Απριλίου, τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, η λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν του θεού. Σήμερα διατηρούνται στο χώρο τα λείψανα κυρίως των κτηρίων που περιελάμβανε το ιερό κατά τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για τους δύο ναούς του Διονύσου, τον λατρευτικό βωμό, μία στοά, καθώς και τον τοίχο του περιβόλου που περιέκλειε το τέμενος, με το πρόπυλο στο ανατολικό τμήμα του. Στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. ανεγέρθηκε ο ''αρχαϊκός'' ναός του Διονύσου, στον οποίο στεγαζόταν το ξόανο του θεού που είχε μεταφερθεί από την αρχικά βοιωτική και έπειτα αττική πόλη των Ελευθερών. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού, το πιθανότερο με δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες στην πρόσοψή του (δίστυλος εν παραστάσι). Οι διαστάσεις του έχουν υπολογισθεί σε 13,50x8,00μ. περίπου. Σήμερα σώζεται μόνο μέρος των θεμελίων του βόρειου και δυτικού τοίχου του μνημείου, κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο της Ακρόπολης. Η ανωδομή του πρέπει να ήταν από πωρόλιθο, όπως προκύπτει από τα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή του μνημείου. Λίγο βορειότερα από το ναό διαμορφώθηκε ένας κυκλικός χώρος για την τέλεση των λατρευτικών δρώμενων προς τιμήν του θεού, τα οποία παρακολουθούσαν οι πιστοί καθισμένοι στο πρανές του λόφου της Ακρόπολης. Η πρώτη αυτή ''ορχήστρα'' και η διαμόρφωση που πραγματοποιήθηκε αποτέλεσαν τον πυρήνα του Διονυσιακού Θεάτρου. Νοτιότερα του παλαιού ναού του Διονύσου και χωρίς να σταματήσει η λειτουργία του, ανεγέρθηκε στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ. -βάσει της κεραμικής που αποκαλύφθηκε- ο Νεώτερος Ναός του Διονύσου, στον οποίο στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του Αλκαμένη. Ο ναός, κατά τους περισσότερους μελετητές, ήταν δωρικού ρυθμού, με πρόσταση από τέσσερις κίονες, η οποία πιθανόν προστέθηκε αργότερα. Σήμερα σώζονται μόνο τα θεμέλια του ναού και της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, κατασκευασμένα από κροκαλοπαγή λίθο. Οι διαστάσεις του είναι 21,95x9,30μ. περίπου. Νοτιοανατολικά του ναού έχουν διατηρηθεί τα θεμέλια του βωμού, διαστάσεων 11,5 x 3,30μ., επίσης από κροκαλοπαγή λίθο. Το μεγαλύτερο μέρος τους είναι σήμερα καταχωμένο. Στα βόρεια το ιερό οριοθετούσε μία στοά, μήκους περ. 62μ. και πλάτους 8μ., η οποία ήταν το πιθανότερο μονώροφη και δωρικού ρυθμού. Η στοά ανάγεται στην περίοδο της αναδιαμόρφωσης του ιερού από τον άρχοντα της Αθήνας Λυκούργο (γύρω στο 330 π.Χ.). Το τέμενος του Διονύσου περικλειόταν στις άλλες του πλευρές από έναν περίβολο από κογχυλιάτη λίθο, από τον οποίο σήμερα σώζεται μέρος του νότιου και ανατολικού τμήματός του. Στη νοτιοανατολική γωνία του ο τοίχος αυτός σχηματίζει μία εσοχή προκειμένου να παρακάμψει ένα προϋπάρχον μικρό παρόδιο ιερό. Στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου υπήρχε το πρόπυλο του ιερού, σχήματος διπλού Π, στο οποίο κατέληγε η οδός των Τριπόδων. Σήμερα διακρίνονται τα θεμέλιά του από κροκαλοπαγή λίθο, τα οποία αποκαλύφθηκαν πρόσφατα. Η ανασκαφική διερεύνηση του Θεάτρου και του Ιερού του Διονύσου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, κατά το β' μισό του 19ου αιώνα. Εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού των μνημείων και διευθέτησης του αρχαιολογικού υλικού πραγματοποιήθηκαν από την Α΄ Αρχαιολογική Περιφέρεια, κατά τα έτη 1961-1962. Από το 1998 έως το 2004, εκτελέστηκαν από την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων εργασίες ανάδειξης και προστασίας των μνημείων του ιερού, στο πλαίσιο του έργου της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας. Συντάκτης Έφη Γιαννικαπάνη, αρχαιολόγος
Ιερό του Διονύσου
21 Dionysiou Areopagitou
Το Ιερό του Διονύσου Ελευθερέως, με το Θέατρο που αναπτύχθηκε στα βόρειά του, καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης και είναι το πρώτο μνημειακό σύνολο που αντικρύζει ο επισκέπτης καθώς εισέρχεται από την κεντρική είσοδο του χώρου, επί της οδού Θρασύλλου και του πεζόδρομου της Διον. Αρεοπαγίτου. Το ιερό ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ., κατά την περίοδο του τυράννου Πεισίστρατου ή των γιών του, που εισήγαγαν στην Αθήνα την λατρεία του Διονύσου από τις Ελευθερές της Βοιωτίας. Σ' αυτό γιορτάζονταν κάθε χρόνο τον μήνα Ελαφηβολιώνα, στα τέλη δηλαδή Μαρτίου με αρχές Απριλίου, τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, η λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν του θεού. Σήμερα διατηρούνται στο χώρο τα λείψανα κυρίως των κτηρίων που περιελάμβανε το ιερό κατά τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για τους δύο ναούς του Διονύσου, τον λατρευτικό βωμό, μία στοά, καθώς και τον τοίχο του περιβόλου που περιέκλειε το τέμενος, με το πρόπυλο στο ανατολικό τμήμα του. Στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. ανεγέρθηκε ο ''αρχαϊκός'' ναός του Διονύσου, στον οποίο στεγαζόταν το ξόανο του θεού που είχε μεταφερθεί από την αρχικά βοιωτική και έπειτα αττική πόλη των Ελευθερών. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού, το πιθανότερο με δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες στην πρόσοψή του (δίστυλος εν παραστάσι). Οι διαστάσεις του έχουν υπολογισθεί σε 13,50x8,00μ. περίπου. Σήμερα σώζεται μόνο μέρος των θεμελίων του βόρειου και δυτικού τοίχου του μνημείου, κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο της Ακρόπολης. Η ανωδομή του πρέπει να ήταν από πωρόλιθο, όπως προκύπτει από τα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή του μνημείου. Λίγο βορειότερα από το ναό διαμορφώθηκε ένας κυκλικός χώρος για την τέλεση των λατρευτικών δρώμενων προς τιμήν του θεού, τα οποία παρακολουθούσαν οι πιστοί καθισμένοι στο πρανές του λόφου της Ακρόπολης. Η πρώτη αυτή ''ορχήστρα'' και η διαμόρφωση που πραγματοποιήθηκε αποτέλεσαν τον πυρήνα του Διονυσιακού Θεάτρου. Νοτιότερα του παλαιού ναού του Διονύσου και χωρίς να σταματήσει η λειτουργία του, ανεγέρθηκε στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ. -βάσει της κεραμικής που αποκαλύφθηκε- ο Νεώτερος Ναός του Διονύσου, στον οποίο στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του Αλκαμένη. Ο ναός, κατά τους περισσότερους μελετητές, ήταν δωρικού ρυθμού, με πρόσταση από τέσσερις κίονες, η οποία πιθανόν προστέθηκε αργότερα. Σήμερα σώζονται μόνο τα θεμέλια του ναού και της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, κατασκευασμένα από κροκαλοπαγή λίθο. Οι διαστάσεις του είναι 21,95x9,30μ. περίπου. Νοτιοανατολικά του ναού έχουν διατηρηθεί τα θεμέλια του βωμού, διαστάσεων 11,5 x 3,30μ., επίσης από κροκαλοπαγή λίθο. Το μεγαλύτερο μέρος τους είναι σήμερα καταχωμένο. Στα βόρεια το ιερό οριοθετούσε μία στοά, μήκους περ. 62μ. και πλάτους 8μ., η οποία ήταν το πιθανότερο μονώροφη και δωρικού ρυθμού. Η στοά ανάγεται στην περίοδο της αναδιαμόρφωσης του ιερού από τον άρχοντα της Αθήνας Λυκούργο (γύρω στο 330 π.Χ.). Το τέμενος του Διονύσου περικλειόταν στις άλλες του πλευρές από έναν περίβολο από κογχυλιάτη λίθο, από τον οποίο σήμερα σώζεται μέρος του νότιου και ανατολικού τμήματός του. Στη νοτιοανατολική γωνία του ο τοίχος αυτός σχηματίζει μία εσοχή προκειμένου να παρακάμψει ένα προϋπάρχον μικρό παρόδιο ιερό. Στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου υπήρχε το πρόπυλο του ιερού, σχήματος διπλού Π, στο οποίο κατέληγε η οδός των Τριπόδων. Σήμερα διακρίνονται τα θεμέλιά του από κροκαλοπαγή λίθο, τα οποία αποκαλύφθηκαν πρόσφατα. Η ανασκαφική διερεύνηση του Θεάτρου και του Ιερού του Διονύσου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, κατά το β' μισό του 19ου αιώνα. Εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού των μνημείων και διευθέτησης του αρχαιολογικού υλικού πραγματοποιήθηκαν από την Α΄ Αρχαιολογική Περιφέρεια, κατά τα έτη 1961-1962. Από το 1998 έως το 2004, εκτελέστηκαν από την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων εργασίες ανάδειξης και προστασίας των μνημείων του ιερού, στο πλαίσιο του έργου της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας. Συντάκτης Έφη Γιαννικαπάνη, αρχαιολόγος
Υπάρχει παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Θεμιστοκλής κατασκεύασε μία πρώιμη εκδοχή του Ωδείου μετά την μεγάλη νίκη επί των Περσών στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ., χρησιμοποιώντας ως υλικό για την στήριξη της οροφής του τους ξύλινους ιστούς των πλοίων που αιχμαλωτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας.[1] Οι περισσότερες όμως θεωρίες συγκλίνουν στο γεγονός πως χτίστηκε το 435 π.Χ. από τον Περικλή για τη τέλεση των μουσικών εκδηλώσεων που λάμβαναν χώρα κατά τα Παναθήναια,[2] καθώς και για προφύλαξη των θεατών του θεάτρου σε περίπτωση κακοκαιρίας αλλά και για προπαρασκευές των χορωδιών.[3] Επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως δικαστήριο, εργαστήριο σιτηρών, τόπος συγκέντρωσης του ιππικού και αίθουσα διαλέξεων των φιλοσόφων.[1] Διασώζονται πλέον ελάχιστα ερείπια, αλλά φαίνεται πως «κοσμούνταν με πέτρινες κολώνες» (σύμφωνα με Βιτρούβιο και Πλούταρχο) και πως ήταν τετράγωνο αντί του συνήθους κυκλικού σχήματος ενός ωδείου. Ήταν καλυμμένο με ξύλινη επένδυση φτιαγμένη από τα αιχμαλωτισμένα Περσικά πλοία, που κατέληγε σε μια τετράγωνη πυραμιδοειδή οροφή που έμοιαζε με σκηνή. – Ο Παυσανίας έγραψε πως η ανακατασκευή του 1ου αιώνα π.Χ. «λεγόταν πως ήταν αντίγραφο της σκηνής του Ξέρξη», και αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εφαρμοστεί και στο αρχικό κτίριο. Το όνομά του καθιερώθηκε για να διακρίνεται από τα δύο μεταγενέστερα ωδεία των ρωμαϊκών χρόνων, το Ωδείο του Αγρίππα και το Ωδείον του Ηρώδου του Αττικού. Πηγή Βικιπαιδεία
Ωδείο του Περικλή
Υπάρχει παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Θεμιστοκλής κατασκεύασε μία πρώιμη εκδοχή του Ωδείου μετά την μεγάλη νίκη επί των Περσών στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ., χρησιμοποιώντας ως υλικό για την στήριξη της οροφής του τους ξύλινους ιστούς των πλοίων που αιχμαλωτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας.[1] Οι περισσότερες όμως θεωρίες συγκλίνουν στο γεγονός πως χτίστηκε το 435 π.Χ. από τον Περικλή για τη τέλεση των μουσικών εκδηλώσεων που λάμβαναν χώρα κατά τα Παναθήναια,[2] καθώς και για προφύλαξη των θεατών του θεάτρου σε περίπτωση κακοκαιρίας αλλά και για προπαρασκευές των χορωδιών.[3] Επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως δικαστήριο, εργαστήριο σιτηρών, τόπος συγκέντρωσης του ιππικού και αίθουσα διαλέξεων των φιλοσόφων.[1] Διασώζονται πλέον ελάχιστα ερείπια, αλλά φαίνεται πως «κοσμούνταν με πέτρινες κολώνες» (σύμφωνα με Βιτρούβιο και Πλούταρχο) και πως ήταν τετράγωνο αντί του συνήθους κυκλικού σχήματος ενός ωδείου. Ήταν καλυμμένο με ξύλινη επένδυση φτιαγμένη από τα αιχμαλωτισμένα Περσικά πλοία, που κατέληγε σε μια τετράγωνη πυραμιδοειδή οροφή που έμοιαζε με σκηνή. – Ο Παυσανίας έγραψε πως η ανακατασκευή του 1ου αιώνα π.Χ. «λεγόταν πως ήταν αντίγραφο της σκηνής του Ξέρξη», και αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εφαρμοστεί και στο αρχικό κτίριο. Το όνομά του καθιερώθηκε για να διακρίνεται από τα δύο μεταγενέστερα ωδεία των ρωμαϊκών χρόνων, το Ωδείο του Αγρίππα και το Ωδείον του Ηρώδου του Αττικού. Πηγή Βικιπαιδεία
Ο ναός της Θέμης, τα ερείπια του οποίου βρέθηκαν πρόσφατα. Οι εργασίες αποκατάστασης βρίσκονται σε εξέλιξη, αν και απομένουν πολύ λίγα υπολείμματα του ναού. Κρίνοντας από το μέγεθος του ιδρύματος, ο ναός ήταν πολύ μικρός. Πηγή Roman Tatarchuk Τοπικός οδηγός
Temple of Themis
31 Dionysiou Areopagitou
Ο ναός της Θέμης, τα ερείπια του οποίου βρέθηκαν πρόσφατα. Οι εργασίες αποκατάστασης βρίσκονται σε εξέλιξη, αν και απομένουν πολύ λίγα υπολείμματα του ναού. Κρίνοντας από το μέγεθος του ιδρύματος, ο ναός ήταν πολύ μικρός. Πηγή Roman Tatarchuk Τοπικός οδηγός
Το ιερό του Ασκληπιού, ένα μνημείο που μέχρι πριν μερικά χρόνια θεωρούνταν άγνωστο, καθώς σώζονταν μόνο τα θεμέλιά του, αποκτά μορφή καθώς γίνεται η αναστήλωσή του.
The Temple of Asclepios
35 Dionysiou Areopagitou
Το ιερό του Ασκληπιού, ένα μνημείο που μέχρι πριν μερικά χρόνια θεωρούνταν άγνωστο, καθώς σώζονταν μόνο τα θεμέλιά του, αποκτά μορφή καθώς γίνεται η αναστήλωσή του.
Το Χορηγικό Μνημείο του Νικία, χρονολογούμενο από το 320-319 π.Χ., ευρισκόταν[1] στα δυτικά του Θεάτρου του Διονύσου και στα ανατολικά της Στοάς του Ευμένη, στους πρόποδες της Ακροπόλεως των Αθηνών. Καταστράφηκε το 267 μ.Χ. Όπως κάθε χορηγικό μνημείο της Αθήνας, προοριζόταν για υποστήριγμα του χάλκινου τρίποδα ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Διόνυσο ή τον Απόλλωνα, εκ μέρους του χορηγού νικητή των λυρικών ή δραματικών αγώνων.
The Choregic Monument of Nikias
Το Χορηγικό Μνημείο του Νικία, χρονολογούμενο από το 320-319 π.Χ., ευρισκόταν[1] στα δυτικά του Θεάτρου του Διονύσου και στα ανατολικά της Στοάς του Ευμένη, στους πρόποδες της Ακροπόλεως των Αθηνών. Καταστράφηκε το 267 μ.Χ. Όπως κάθε χορηγικό μνημείο της Αθήνας, προοριζόταν για υποστήριγμα του χάλκινου τρίποδα ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Διόνυσο ή τον Απόλλωνα, εκ μέρους του χορηγού νικητή των λυρικών ή δραματικών αγώνων.
Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.. Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξης των 5000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου. Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτήριο ήταν αυτό. Άλλοι το περιέγραψαν ως ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως το «Διδασκαλείο του Αριστοτέλη», ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την «Ακαδημία του Αριστοτέλη». Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του εν λόγω κτίσματος ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της στέγης και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησε από τον Πιττάκη το 1857. Τελικά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη δεκαετία του 1950 επί Βασιλέως Παύλου με σχέδια της Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, με βοηθό του τον τότε επιθεωρητή αναστηλώσεων Ευστάθιο Στίκκα. Πρόσοψη του Ωδείου Λεπτομέρεια της πρόσοψης του Ωδείου Με τη σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας το Ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις και από τότε πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας το 1957, για ένα ρεσιτάλ. Πηγές Κώστας Καρράς, Άρτεμις Σκουμπουρδή Περίπατοι Κληρονομιάς στην Αθήνα, έκδοση του Πολιτισμικού Οργανισμού Δήμου Αθηναίων
441 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Odeon ta' Herodes Atticus
Dionysiou Areopagitou
441 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.. Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξης των 5000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου. Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτήριο ήταν αυτό. Άλλοι το περιέγραψαν ως ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως το «Διδασκαλείο του Αριστοτέλη», ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την «Ακαδημία του Αριστοτέλη». Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του εν λόγω κτίσματος ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της στέγης και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησε από τον Πιττάκη το 1857. Τελικά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη δεκαετία του 1950 επί Βασιλέως Παύλου με σχέδια της Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, με βοηθό του τον τότε επιθεωρητή αναστηλώσεων Ευστάθιο Στίκκα. Πρόσοψη του Ωδείου Λεπτομέρεια της πρόσοψης του Ωδείου Με τη σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας το Ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις και από τότε πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας το 1957, για ένα ρεσιτάλ. Πηγές Κώστας Καρράς, Άρτεμις Σκουμπουρδή Περίπατοι Κληρονομιάς στην Αθήνα, έκδοση του Πολιτισμικού Οργανισμού Δήμου Αθηναίων
Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης ή (όπως ονομάστηκε επί ρωμαϊκής εποχής Ναός της Απτέρου Νίκης είναι μικρός αμφιπρόστυλος ιωνικός ναός στην Ακρόπολη των Αθηνών. Εκεί φυλασσόταν το ξόανο της θεάς Αθηνάς Νίκης, της «απτέρου», δηλαδή χωρίς πτερά, για να μη φύγει ποτέ από την πόλη της Αθήνας. Πηγή Βικιπαίδεια
36 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Temple of Athena Nike
Διονυσίου Αρεοπαγίτου
36 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης ή (όπως ονομάστηκε επί ρωμαϊκής εποχής Ναός της Απτέρου Νίκης είναι μικρός αμφιπρόστυλος ιωνικός ναός στην Ακρόπολη των Αθηνών. Εκεί φυλασσόταν το ξόανο της θεάς Αθηνάς Νίκης, της «απτέρου», δηλαδή χωρίς πτερά, για να μη φύγει ποτέ από την πόλη της Αθήνας. Πηγή Βικιπαίδεια
Το Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς (Πρόμαχος = που μάχεται στην πρώτη γραμμή) ήταν κολοσσιαίο έργο γλυπτικής στην Αρχαία Αθήνα. Τοποθετημένο στην Ακρόπολη μεταξύ των Προπυλαίων και του Ερεχθείου, ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση, ακόμα και από τα πλοία που έπλεαν ανοιχτά του Σουνίου. Πηγή Βικιπαιδεία
Base of the statue of Athena Promachos
Το Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς (Πρόμαχος = που μάχεται στην πρώτη γραμμή) ήταν κολοσσιαίο έργο γλυπτικής στην Αρχαία Αθήνα. Τοποθετημένο στην Ακρόπολη μεταξύ των Προπυλαίων και του Ερεχθείου, ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση, ακόμα και από τα πλοία που έπλεαν ανοιχτά του Σουνίου. Πηγή Βικιπαιδεία
Το Ερέχθειο (ή Ερέχθειον) είναι αρχαίος ναός στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται μεταξύ 421 και 406 π.Χ. Αρχιτέκτονάς του ήταν μάλλον ο Μνησικλής και το κτήριο οφείλει το όνομά του σε έναν βωμό που ήταν αφιερωμένος στον θρυλικό ήρωα Εριχθόνιο. Ο γλύπτης του κτίσματος ήταν ο Φειδίας, ο οποίος είχε οριστεί από τον Περικλή για να κοσμήσει το Ερέχθειο και τον Παρθενώνα.
40 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Erechtheion
40 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Το Ερέχθειο (ή Ερέχθειον) είναι αρχαίος ναός στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται μεταξύ 421 και 406 π.Χ. Αρχιτέκτονάς του ήταν μάλλον ο Μνησικλής και το κτήριο οφείλει το όνομά του σε έναν βωμό που ήταν αφιερωμένος στον θρυλικό ήρωα Εριχθόνιο. Ο γλύπτης του κτίσματος ήταν ο Φειδίας, ο οποίος είχε οριστεί από τον Περικλή για να κοσμήσει το Ερέχθειο και τον Παρθενώνα.
Ακρόπολη Αθηνών Ο Παρθενώνας είναι το μεγαλύτερο και πιο επίσημο οικοδόμημα της Ακρόπολης και συγκεντρώνει τον θαυμασμό όλου του κόσμου αιώνες τώρα. Οι εργασίες για την ανέγερση του ολομάρμαρου αυτού ναού της Αθηνάς άρχισαν το 447 π.Χ. υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 438 π.Χ. και κατά τα Παναθήναια του επόμενου χρόνου αφιερώθηκε στην πολιούχο θεά. Παρ' όλα αυτά οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 432 π.Χ.. Είναι ναός δωρικού ρυθμού περίπτερος με οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακριές πλευρές. Οι κίονες έχουν ύψος 10,5 μ. και πάνω τους στηρίζεται ο θριγκός (επιστύλια), οι μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα και τα αετώματα. Ο σηκός ήταν χτισμένος ολόκληρος με μαρμάρινες πέτρες σε οριζόντιες σειρές και σε καθεμία στενή πλευρά είχε από έξι δωρικούς κίονες, οι οποίοι τον χώριζαν σε δύο μέρη: τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο. Η ζωφόρος στους τοίχους του σηκού είχε παραστάσεις της πομπής των Παναθηναίων. Ο κυρίως ναός στο εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία μέρη· αυτό γινόταν με δύο κάθετες δωρικές κιονοστοιχίες. Το μεσαίο από τα τρία μέρη ήταν το πλατύτερο και σ' αυτό ήταν στημένο πάνω σε βάθρο το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, το οποίο ο Φειδίας είχε ολοκληρώσει και τοποθετήσει το 438 π.Χ. στη θέση του. Οι 92 μετόπες εσωτερικά ήταν ανάγλυφες και παρίσταναν διάφορα μυθολογικά θέματα: Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία και επεισόδια από την άλωση της Τροίας. Από αιώνες οι Έλληνες αρχιτέκτονες ποτέ δε σταμάτησαν να δουλεύουν για να ανυψωθεί ένας ναός από απλό λειτουργικό οικοδόμημα σε ένα αισθητικό δημιούργημα. Ο Παρθενώνας βρίσκεται στην κορυφή όλων των αρχαίων οικοδομημάτων ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Ακρόπολη Αθηνών Ας εξετάσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία της αισθητικής αυτής υπεροχής: α) Η τοποθέτηση στο χώρο. Βγαίνοντας από τα Προπύλαια, ο επισκέπτης αντίκριζε όχι το μέτωπο του ναού αλλά ολόκληρο το σώμα του, χαρίζοντάς του την «ευμετρίαν» του, δηλαδή το ισοδύναμο ζύγισμα του πλάτους προς το μήκος και το ύψος του. β) Οι τρεις κατά μήκος διαιρέσεις ενός ναού (το κρηπίδωμα, η κιονοστοιχία και ο θριγκός) έχουν την αρμονικότερη σχέση την οποία γνώρισε ποτέ η ελληνική τέχνη. Πρώτοι ο Γερμανός Hoffner και ο Άγγλος Pennethorne διαπίστωσαν ότι οι βαθμίδες του Παρθενώνος είναι καμπύλες. Οι βαθμίδες φουσκώνουν προς το κέντρο, στις μεν μακριές πλευρές 0,11 μ. συνολικά, στις δε στενές 0,06μ., σχηματίζοντας τις «υπερβολικές» λεγόμενες καμπύλες. Οι επάλληλες αυτές καμπύλες δίνουν την εντύπωση πως ο ναός έχει πάρει μια βαθιά ανάσα πριν σταθεί στον χώρο. γ) Αντίθετα, οι τοίχοι και η κιονοστοιχία, που αποτελούν τη δεύτερη καθ' ύψος διαίρεση του κτηρίου, κλίνουν προς τα μέσα με τρόπο, ώστε το κτήριο σχηματίζει τη βάση μιας μεγάλης πυραμίδας. Οι γωνιαίοι κίονες έχουν φυσικά διπλή κλίση, δηλαδή γέρνουν προς τα μέσα ιδωμένοι τόσο από τη στενή όσο και από τη μακριά πλευρά του κτηρίου. δ) Μείωση - Ένταση - Βηματισμός: Η «μείωση» είναι το αδυνάτισμα του πάχους των κιόνων προς τα πάνω. Η μείωση αυτή δεν είναι ενιαία και ακολουθεί μία ιδιόρρυθμη καμπύλη. Στα 2/5 περίπου του ύψους του κίονος παρουσιάζεται μία αντίθετη κίνηση, η οποία μοιάζει με φούσκωμα και ονομαζόταν «ένταση», ακριβώς επειδή αποσκοπούσε στην εντύπωση πως ο κίονας εντείνει τη δύναμή του, για να κρατήσει το βάρος του θριγκού. Αλλά και ο «βηματισμός» των κιόνων είναι πολύ προσεγμένος. Καμία απόσταση μεταξύ των κιόνων δεν είναι ακριβώς η ίδια και επί πλέον οι αποστάσεις των γωνιαίων κιόνων με τους διπλανούς τους είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι μεταξύ των ενδιάμεσων κιόνων. Όλες αυτές οι λεπτότητες, οι οποίες δεν είναι αμέσως φανερές στο μάτι, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν για το κτήριο μία δική του ζωή αλλά και μία κρυφή αρμονία. Έτσι ο Παρθενώνας συνιστά ένα έργο πολύπλοκων υπολογισμών, που αποδεικνύει πόσο προηγμένη ήταν η μαθηματική επιστήμη, αλλά και πόσο υψηλές ήταν οι απαιτήσεις του κοινού της εποχής εκείνης. Πηγή Βικιπαίδεια
421 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Parthenon
421 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Ακρόπολη Αθηνών Ο Παρθενώνας είναι το μεγαλύτερο και πιο επίσημο οικοδόμημα της Ακρόπολης και συγκεντρώνει τον θαυμασμό όλου του κόσμου αιώνες τώρα. Οι εργασίες για την ανέγερση του ολομάρμαρου αυτού ναού της Αθηνάς άρχισαν το 447 π.Χ. υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 438 π.Χ. και κατά τα Παναθήναια του επόμενου χρόνου αφιερώθηκε στην πολιούχο θεά. Παρ' όλα αυτά οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 432 π.Χ.. Είναι ναός δωρικού ρυθμού περίπτερος με οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακριές πλευρές. Οι κίονες έχουν ύψος 10,5 μ. και πάνω τους στηρίζεται ο θριγκός (επιστύλια), οι μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα και τα αετώματα. Ο σηκός ήταν χτισμένος ολόκληρος με μαρμάρινες πέτρες σε οριζόντιες σειρές και σε καθεμία στενή πλευρά είχε από έξι δωρικούς κίονες, οι οποίοι τον χώριζαν σε δύο μέρη: τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο. Η ζωφόρος στους τοίχους του σηκού είχε παραστάσεις της πομπής των Παναθηναίων. Ο κυρίως ναός στο εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία μέρη· αυτό γινόταν με δύο κάθετες δωρικές κιονοστοιχίες. Το μεσαίο από τα τρία μέρη ήταν το πλατύτερο και σ' αυτό ήταν στημένο πάνω σε βάθρο το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, το οποίο ο Φειδίας είχε ολοκληρώσει και τοποθετήσει το 438 π.Χ. στη θέση του. Οι 92 μετόπες εσωτερικά ήταν ανάγλυφες και παρίσταναν διάφορα μυθολογικά θέματα: Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία και επεισόδια από την άλωση της Τροίας. Από αιώνες οι Έλληνες αρχιτέκτονες ποτέ δε σταμάτησαν να δουλεύουν για να ανυψωθεί ένας ναός από απλό λειτουργικό οικοδόμημα σε ένα αισθητικό δημιούργημα. Ο Παρθενώνας βρίσκεται στην κορυφή όλων των αρχαίων οικοδομημάτων ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Ακρόπολη Αθηνών Ας εξετάσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία της αισθητικής αυτής υπεροχής: α) Η τοποθέτηση στο χώρο. Βγαίνοντας από τα Προπύλαια, ο επισκέπτης αντίκριζε όχι το μέτωπο του ναού αλλά ολόκληρο το σώμα του, χαρίζοντάς του την «ευμετρίαν» του, δηλαδή το ισοδύναμο ζύγισμα του πλάτους προς το μήκος και το ύψος του. β) Οι τρεις κατά μήκος διαιρέσεις ενός ναού (το κρηπίδωμα, η κιονοστοιχία και ο θριγκός) έχουν την αρμονικότερη σχέση την οποία γνώρισε ποτέ η ελληνική τέχνη. Πρώτοι ο Γερμανός Hoffner και ο Άγγλος Pennethorne διαπίστωσαν ότι οι βαθμίδες του Παρθενώνος είναι καμπύλες. Οι βαθμίδες φουσκώνουν προς το κέντρο, στις μεν μακριές πλευρές 0,11 μ. συνολικά, στις δε στενές 0,06μ., σχηματίζοντας τις «υπερβολικές» λεγόμενες καμπύλες. Οι επάλληλες αυτές καμπύλες δίνουν την εντύπωση πως ο ναός έχει πάρει μια βαθιά ανάσα πριν σταθεί στον χώρο. γ) Αντίθετα, οι τοίχοι και η κιονοστοιχία, που αποτελούν τη δεύτερη καθ' ύψος διαίρεση του κτηρίου, κλίνουν προς τα μέσα με τρόπο, ώστε το κτήριο σχηματίζει τη βάση μιας μεγάλης πυραμίδας. Οι γωνιαίοι κίονες έχουν φυσικά διπλή κλίση, δηλαδή γέρνουν προς τα μέσα ιδωμένοι τόσο από τη στενή όσο και από τη μακριά πλευρά του κτηρίου. δ) Μείωση - Ένταση - Βηματισμός: Η «μείωση» είναι το αδυνάτισμα του πάχους των κιόνων προς τα πάνω. Η μείωση αυτή δεν είναι ενιαία και ακολουθεί μία ιδιόρρυθμη καμπύλη. Στα 2/5 περίπου του ύψους του κίονος παρουσιάζεται μία αντίθετη κίνηση, η οποία μοιάζει με φούσκωμα και ονομαζόταν «ένταση», ακριβώς επειδή αποσκοπούσε στην εντύπωση πως ο κίονας εντείνει τη δύναμή του, για να κρατήσει το βάρος του θριγκού. Αλλά και ο «βηματισμός» των κιόνων είναι πολύ προσεγμένος. Καμία απόσταση μεταξύ των κιόνων δεν είναι ακριβώς η ίδια και επί πλέον οι αποστάσεις των γωνιαίων κιόνων με τους διπλανούς τους είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι μεταξύ των ενδιάμεσων κιόνων. Όλες αυτές οι λεπτότητες, οι οποίες δεν είναι αμέσως φανερές στο μάτι, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν για το κτήριο μία δική του ζωή αλλά και μία κρυφή αρμονία. Έτσι ο Παρθενώνας συνιστά ένα έργο πολύπλοκων υπολογισμών, που αποδεικνύει πόσο προηγμένη ήταν η μαθηματική επιστήμη, αλλά και πόσο υψηλές ήταν οι απαιτήσεις του κοινού της εποχής εκείνης. Πηγή Βικιπαίδεια
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διερχόταν η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας. Πηγή: Βικιπαίδεια
581 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Agora Antika ta 'Atenej
24 Adrianou
581 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διερχόταν η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας. Πηγή: Βικιπαίδεια
Η Στοά του Αττάλου αποτελούσε για τους Αθηναίους χώρο συνάντησης, περιπάτου και εμπορικό κέντρο της εποχής. Καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 μ.Χ και ενσωματώθηκε στο Υστερορρωμαϊκό τείχος της Αθήνας.
78 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Stoa ta 'Attalos
24 Adrianou
78 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Η Στοά του Αττάλου αποτελούσε για τους Αθηναίους χώρο συνάντησης, περιπάτου και εμπορικό κέντρο της εποχής. Καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 μ.Χ και ενσωματώθηκε στο Υστερορρωμαϊκό τείχος της Αθήνας.
Το Μουσείο Αρχαίας Αγοράς στεγάζεται στην αναστηλωμένη Στοά του Αττάλου, μνημείο του 150 π.Χ. περίπου. Φιλοξενεί τα ευρήματα των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αρχαία Αγορά, που χρονολογούνται από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι τη μεταβυζαντινή εποχή. Τα εκθέματα του Μουσείου έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος των Αθηνών, δεδομένου ότι η Αγορά ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής.
581 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Agora Antika ta 'Atenej
24 Adrianou
581 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Το Μουσείο Αρχαίας Αγοράς στεγάζεται στην αναστηλωμένη Στοά του Αττάλου, μνημείο του 150 π.Χ. περίπου. Φιλοξενεί τα ευρήματα των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αρχαία Αγορά, που χρονολογούνται από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι τη μεταβυζαντινή εποχή. Τα εκθέματα του Μουσείου έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος των Αθηνών, δεδομένου ότι η Αγορά ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού αποτελεί μικρό μόνο μέρος του αρχαίου αττικού δήμου των Κεραμέων, ενός από τους μεγαλύτερους της αρχαίας Αθήνας. Βρισκόταν στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης και περιβάλλεται σήμερα από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Ασωμάτων. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, υπήρξε περιοχή εγκατάστασης αγγειοπλαστών και αγγειογράφων, και ήταν ο κύριος τόπος παραγωγής των περίφημων αττικών αγγείων. Αρχικά, η περιοχή πλημμύριζε συνεχώς και δεν ευνοούσε την κατοίκηση. Έτσι, άρχισε να χρησιμοποιείται ως χώρος ταφής, και σταδιακά έγινε το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.), και από την υπομυκηναϊκή περίοδο και εξής, το νεκροταφείο αναπτύχθηκε συνεχώς. Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού βρίσκονται επίσης το Θεμιστόκλειο τείχος, οι πύλες της Αθήνας Δίπυλο και Ιερά πύλη, το Πομπείο, τον ταφικό περίβολο με τη στήλη της Ηγησούς, και άλλα γνωστά ταφικά μνημεία. Ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας της Αθήνας και αποτελεί αντικείμενο συνεχών ανασκαφών και έρευνας
139 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Is-Sit Arkeoloġiku tal-Keramikos
148 Ermou
139 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού αποτελεί μικρό μόνο μέρος του αρχαίου αττικού δήμου των Κεραμέων, ενός από τους μεγαλύτερους της αρχαίας Αθήνας. Βρισκόταν στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης και περιβάλλεται σήμερα από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Ασωμάτων. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, υπήρξε περιοχή εγκατάστασης αγγειοπλαστών και αγγειογράφων, και ήταν ο κύριος τόπος παραγωγής των περίφημων αττικών αγγείων. Αρχικά, η περιοχή πλημμύριζε συνεχώς και δεν ευνοούσε την κατοίκηση. Έτσι, άρχισε να χρησιμοποιείται ως χώρος ταφής, και σταδιακά έγινε το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.), και από την υπομυκηναϊκή περίοδο και εξής, το νεκροταφείο αναπτύχθηκε συνεχώς. Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού βρίσκονται επίσης το Θεμιστόκλειο τείχος, οι πύλες της Αθήνας Δίπυλο και Ιερά πύλη, το Πομπείο, τον ταφικό περίβολο με τη στήλη της Ηγησούς, και άλλα γνωστά ταφικά μνημεία. Ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας της Αθήνας και αποτελεί αντικείμενο συνεχών ανασκαφών και έρευνας
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού ήταν μεγάλη βιβλιοθήκη στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Η βιβλιοθήκη ονομαζόταν και Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα της βιβλιοθήκης ήταν μεγάλη εσωτερική αυλή έκτασης 100 × 70 μέτρων, την οποία περιέβαλε εντυπωσιακό περιστύλιο. Το κυρίως κτίριο της βιβλιοθήκης είχε δύο αίθουσες, όπου οι επισκέπτες διάβαζαν, ή παρακολουθούσαν διαλέξεις. Η αίθουσα της βιβλιοθήκης ήταν μάλλον τριώροφη, ο τρίτος όροφος όμως δε σώζεται. Οι τοίχοι θεωρείται πως ήταν εξοπλισμένοι με ράφια συνολικής χωρητικότητας 18-20.000 περγαμηνών. Σήμερα σώζεται η δυτική άποψη του πρόπυλου με κίονες κορινθιακού ρυθμού. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, βόρεια της Ακρόπολης. Μέσα στο μικρό μουσείο του εκτίθεται επίσης ρωμαϊκό κολοσσικό άγαλμα Νίκης του 1ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στο χώρο. Ακριβώς δίπλα στη βιβλιοθήκη υπάρχει το Τζαμί Τζισταράκη του 18ου αιώνα. Πηγή: Βικιπαιδεία
67 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Il-Librerija ta 'Hadrian
3 Areos
67 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού ήταν μεγάλη βιβλιοθήκη στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Η βιβλιοθήκη ονομαζόταν και Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα της βιβλιοθήκης ήταν μεγάλη εσωτερική αυλή έκτασης 100 × 70 μέτρων, την οποία περιέβαλε εντυπωσιακό περιστύλιο. Το κυρίως κτίριο της βιβλιοθήκης είχε δύο αίθουσες, όπου οι επισκέπτες διάβαζαν, ή παρακολουθούσαν διαλέξεις. Η αίθουσα της βιβλιοθήκης ήταν μάλλον τριώροφη, ο τρίτος όροφος όμως δε σώζεται. Οι τοίχοι θεωρείται πως ήταν εξοπλισμένοι με ράφια συνολικής χωρητικότητας 18-20.000 περγαμηνών. Σήμερα σώζεται η δυτική άποψη του πρόπυλου με κίονες κορινθιακού ρυθμού. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, βόρεια της Ακρόπολης. Μέσα στο μικρό μουσείο του εκτίθεται επίσης ρωμαϊκό κολοσσικό άγαλμα Νίκης του 1ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στο χώρο. Ακριβώς δίπλα στη βιβλιοθήκη υπάρχει το Τζαμί Τζισταράκη του 18ου αιώνα. Πηγή: Βικιπαιδεία
Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η κεντρική αγορά στην αρχαία Αθήνα στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο χώρο αυτό πραγματοποιούνταν εμπορικές συναλλαγές και συναθροίσεις.
169 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Agora Ruma
3 Polignotou
169 il-persuni tal-post jissuġġerixxu
Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η κεντρική αγορά στην αρχαία Αθήνα στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο χώρο αυτό πραγματοποιούνταν εμπορικές συναλλαγές και συναθροίσεις.
Το Ελευσίνιον ήταν ναός αφιερωμένος στη Δήμητρα ευρισκόμενος στην Ακρόπολη των Αθηνών. Περιελάμβανε ιερά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν κατά την διάρκεια των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Eleusinion Sanctuary
Το Ελευσίνιον ήταν ναός αφιερωμένος στη Δήμητρα ευρισκόμενος στην Ακρόπολη των Αθηνών. Περιελάμβανε ιερά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν κατά την διάρκεια των Ελευσινίων Μυστηρίων.